κόριζα

κόριζα
η (Μ κόριζα)
ο κοριός
νεοελλ.
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων τής οικογένειας corixidae, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 300 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρις, -ιδος, αντί τού κανονικού μεταπλασμένου τ. *κόριδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοκόριζα — η ζωολ. γένος εντόμων με πράσινο χρώμα, επιβλαβών στις φυτείες ρυζιού και αραβοσίτου, τής οικογένειας κορεΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leptocoriza < νεολατ. leptocoriza < lepto (< λεπτο * + coriza (< κόριζα)] …   Dictionary of Greek

  • (k̂ered-:) k̂erd-, k̂ērd-, k̂r̥d-, k̂red- —     (k̂ered :) k̂erd , k̂ērd , k̂r̥d , k̂red     English meaning: heart     Deutsche Übersetzung: “Herz”     Material: Arm. sirt, instr. srti v “heart” (*k̂ērdi ); Gk. καρδίᾱ (Att.), κραδίη (Hom.), κάρζα (Lesb.), κορίζᾱ (Cypr.) “heart; stomach; …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”